- αντιρρυπαντική τεχνολογία
- Μορφή βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε με σκοπό να παράγει προϊόντα κατάλληλα για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών ρύπανσης (ηλεκτροστατικά φίλτρα, συστήματα καθαρισμού νερού, χημικά διασκορπισμού του πετρελαίου στη θάλασσα και τις ακτές κλπ.). Οι δραστηριότητές της περιλαμβάνουν και τη χρήση ειδικών μικροοργανισμών ικανών να καταναλώνουν ορισμένους ρυπαντές. Η α.τ. εξελίσσεται συνεχώς και έχει ορισμένα εντυπωσιακά αποτελέσματα, η δράση της όμως θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής αποτροπής της ρύπανσης, γιατί τα εργοστάσια που παράγουν αντιρρυπαντικά προϊόντα ρυπαίνουν και τα ίδια το περιβάλλον. Είναι επομένως δυνατόν να επιτείνουν το πρόβλημα αντί να το θεραπεύουν.
Dictionary of Greek. 2013.